Το Μάρτιο του 1821 έφτασε η είδηση στη Στερεά Ελλάδα από το Μωριά της κήρυξης της επανάστασης. Γκούρας και Πανουργιάς επικράτησαν αμέσως στα Σάλωνα, ενώ στο Λιδωρίκι, του οποίου τότε ήταν διοικητής ο Φερχάτ εφέντης, Αλβανός από την Κόνιτσα, ο Δήμος Σκαλτσάς, γνωστός και ως Σκαλτσοδήμος, διέθετε εξήντα περίπου αρματολούς άριστα οπλισμένους και γυμνασμένους.

Από την 23η Μαρτίου σε νυχτερινή σύσκεψη στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής των κτημάτων Λιδορίκη, με προύχοντες της περιοχής και πρωτοπαλίκαρά του αποφασίστηκε η κήρυξη της επανάστασης.

Την 28η ο Παπαγεώργης ευλόγησε τα όπλα και τη σημαία του σταυρού και ο Δ. Σκαλτσά μοίρασε τους άντρες του σε δύο τμήματα. Στο ένα τμήμα αρχηγός ορίστηκε ο ίδιος και στράφηκε κατά του Λιδορικίου, ενώ στο άλλο ο υπαρχηγός του Θοδωρής Χαλβατζής που στράφηκε εναντίον του Μαλανδρίνου.

Στο Λιδωρίκι οι Τούρκοι αρνήθηκαν να παραδοθούν, οχυρώθηκαν στα σπίτια και άρχισε η μάχη. Οι πυροβολισμοί της εκδικήσεως αντήχησαν στη Γκιώνα και στα Βαρδούσια μαζί με τους θρήνους για τους πρώτους νεκρούς. Κατά το απόγευμα ο Ιουσούφ εφέντης, αφού ύψωσε λευκή σημαία μετέβη στο στρατηγείο των επιτιθεμένων. Εκεί συμφωνήθηκε η άνευ όρων παράδοση των Τούρκων. Ο Σκαλτσοδήμος μαζί με άλλους μπήκαν στην αγορά και παρέλαβαν τα όπλα των Τούρκων. Κατόπιν, το μικρό στράτευμα υπό τους ήχους των σαλπίγγων και των τυμπάνων διέσχισε τρεις φορές την πόλη.

Στο Μαλανδρίνο οι Τούρκοι έδειξαν περισσότερο πείσμα. Ωχυρωμένοι στα σπίτια τους πολέμησαν δύο ημέρες. Αλλά επειδή οι νεκροί τους ήταν πολλοί παρέδωσαν κι αυτοί τα όπλα και την πόλη.

Μετά την κατάληξη του Λιδορικίου και του Μαλανδρίνου ο Σκαλτσοδήμος κήρυξε επιστράτευση και οι 60 αρματολοί πολλαπλασιάστηκαν και επέλεξαν ως στρατόπεδο το Μακρικάμπι. Αυτό βρίσκεται σε ορεινή θέση και είναι μακρόστενος κάμπος, κατάφυτος από ελατόδασος, μεταξύ Μουσουνίτσας, Μαυρολιθαρίου, Αρτοτίνας, Υπάτης και Λιδορικίου. Πλησιέστεροι σ’αυτό οικοισμοί είναι η Καστριώτισσα, το Μαυρολιθάρι και η Μουσουνίτσα. Αυτό το διάσελο του Κόρακος επέλεξε ο Σκαλτσοδήμος για να εκπαιδεύσει τους άνδρες του και να πραγματοποιεί τις επιθέσεις του εναντίον των Τούρκων. Και τα κατορθώματά του, όπως ήταν φυσικό ενέπνευσαν τη λαϊκή μούσα που τραγούδησε την ανδρεία και την παλικαριά του.

Ένα δημοτικό τραγούδι για το Δ. Σκαλτσά, που σώζεται σε πολλές παραλλαγές, είναι το παρακάτω.

Του Σκαλτσοδήμου
Στη ρίζα από ένα έλατο κάθεται ο Σκαλτσοδήμος
με την Κρουστάλλω στο πλευρό με την Μπαμπαλοπούλα.
Κάθεται ο Διάκος μια μεριά, δεξιά ο Σκαλτσοδήμος
κι ο Γούλας ο περήφανος κάθεται αλάργα, αλάργα.
Κέρνα Κρουστάλλω, κέρνα μας, κέρνα ως που να φέξει.
Κέρνα το Διάκο μια βολά, τον Σκαλτσοδήμο δύο.
Τον Γούλα τον περήφανο μην τον κερνάς να σκάζει.
Σκιάζομαι, Δήμο μ’, σκιάζομαι, κακό να μη μας κάμει.
σο είναι ο Δήμος ζωντανός, Κρουστάλλω μη φοβάσαι,
εμείς θα ζούμε στα βουνά, στα κλέφτικα λημέρια.
Γεια και χαρά σου Δήμο μου, Δήμο και Σκαλτσοδήμο.