Σε δύσβατη περιοχή ανάμεσα στα βουνά Οίτη και Παρνασσό, στο Νομό Φωκίδας, εκτείνονταν η αρχαία Δωρίδα που θεωρούνταν από τους Δωριείς η μητρόπολη και κοιτίδα του πολιτισμού τους.

Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας σταθμός στην πορεία τους από βορρά προς την Πελοπόννησο. Η συγκεκριμένη περιοχή ανήκε πριν τους Δωριείς στους Δρύοπες.

H αρχαία Δωρίδα αρχικά ονομαζόταν Δρυόπις από τους Δρύοπες που την κατοικούσαν, ενώ Δωρίδα ονομάστηκε όταν την κατέλαβαν οι Δωριείς, οι οποίοι με την λεγόμενη “Κάθοδο των Δωριέων” τον 12ο π.Χ. αιώνα, εξαπλώθηκαν στην περιοχή της σημερινής Φωκίδας, καταστρέφοντας τον μέχρι τότε πολιτισμό αλλά και δίνοντας δύναμη στον ελληνισμό με την χρήση του σιδήρου.

Οι Δωριείς που παρέμειναν στην περιοχή ίδρυσαν τέσσερις οικισμούς, το Κυτίνιον, το Βόιον, τον Ερινεό και την Ακύφα – Πίνδο που αποτέλεσαν την δωρική Τετράπολη.

Πολλές φορές τα γειτονικά έθνη, οι Φωκείς, οι Λοκροί και οι Οιταίοι προσπαθούσαν να περιορίσουν την έκταση της δωρικής Τετράπολης και να την ελέγξουν γιατί βρισκόταν σε σημαντική θέση, στην αρχή του περάσματος μεταξύ Γκιώνας και Παρνασσού που κατέληγε στην Ιτέα. Η Δωρίδα ήταν ένα από τα παλιότερα μέλη της Δελφικής Αμφικτυονίας.

Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη εικοσιπέντε χρόνια και πλέον πριν ξεκινήσει ο πελοποννησιακός πόλεμος οι Φωκείς εισέβαλαν στη Δωρίδα και είχαν κυριεύσει μια από τις πόλεις, γρήγορα όμως αναγκάστηκαν να την εκκενώσουν γιατί οι Λακεδαιμόνιοι είχαν σπεύσει να βοηθήσουν την μητρόπολή τους.

Τον 3ο αι. π.Χ. εντάχθηκε η δωρική Τετράπολη στην Αιτωλική Συμμαχία.

Οι πόλεις της μητρόπολης των Δωριέων ήταν τέσσερις: Κυτίνιον, Βόιον, Ερινεός, και Πίνδος. Οι δύο πρώτες, χτισμένες στην πεδιάδα, δεν είχαν ισχυρές ακροπόλεις, όπως οι δύο άλλες, ο Ερινεός και η Πίνδος (Ακύφας), που βρίσκονται σε θέσεις φυσικά οχυρές και μπορούσαν να χρησημεύσουν σαν καταφύγια σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης. Από τους Δωριείς αναγνωρίζονταν σαν η κοιτίδα και η μητρόπολή τους.

Σύμφωνα με μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων ο λαός της περιοχής της σημερινής Δωρίδας ήταν λιτοδίαιτος, τραχύς και ρωμαλέος. Μιλούσε ιδίωμα όχι εύκολα κατανοητό από τους εκλεπτυσμένους αττικούς, ήταν όμως, άριστος στη χρήση των όπλων και εθισμένος στις ληστρικές επιδρομές.

Θεότητες που λατρεύονταν ήταν ο Απόλλωνας και η Άρτεμη ως «λάφροι θεοί», δηλαδή ως προστάτες της λαφυραγώγησης και της πολεμικής λείας, ο Βάκχος ως θεός του πιοτού, η Αθηνά ως θεότητα του πολέμου και ο Ηρακλής ως σύμβολο ισχύος.

Στο ”Συνέκδημο” του Ιεροκλέους τον 6ο αι. (535 μ.Χ.) από την Δωρική Τετράπολη αναφέρεται μόνο το Βόιον ως Βοε και οι νέοι οικισμοί αρχίζουν να αναφέρονται με νέα σλαβικά ή φραγκικά ονόματα. Έτσι η Δωρίδα γη ονομάζεται με το σλαβικό όνομα ”Γραβιά” που μάλιστα στα χρόνια της Φραγκοκρατίας μαζί με τις πόλεις και τα φρούρια Σιδηρόκαστρου, Ζητουνίου και Γαρδικίου χαρακτηρίζεται ως Βαρωνία Γραβίας.

Αναφορές στη Δωρίδα γίνονται από τον Ηρόδοτο (8,31.43) και τον Στράβωνα (8,4,10 και 8,6,13).

Ο Παυσανίας, ο σημαντικός αυτός αρχαίος περιηγητής, που επισκέφτηκε την κεντρική Ελλάδα κατά τον 2ο αι. μ.Χ. δεν αναφέρει πλέον την περιοχή της Δωρίδας. Στη εποχή της Φραγκοκρατίας, το 1254, ο Βονιφάτιος βασιλάς της Θεσσαλονίκης, ίδρυσε την φραγκική αυθεντία της Γραβιάς.