Η Δημοτική Κοινότητα Τολοφώνος που περιλαμβάνει 11 χωριά με συνολικό πληθυσμό 2.762 κατοίκους. Έχει κέντρο το Ερατεινή που βρίσκεται δίπλα στην αρχαία Τολοφώνα. Τα χωριά αλφαβητικά είναι:

Η Ερατεινή, έδρα του πρώην Δήμου Τολοφώνος, παλαιότερα ήταν γνωστή ως «Χάνι» και με Διάταγμα του 1893 ονομάσθηκε Ερατεινή. Αρχικά υπήρχαν μερικά πανδοχεία, τελωνείο και αποβάθρα, όπου αποβιβάζονταν από τα καράβια επιβάτες και ξεφορτώνονταν εμπορεύματα, που διακινούσαν και προς την εσωτερική ορεινή Δωρίδα.

Το εμπόριο, η θαλάσσια επικοινωνία με τον Πειραιά και το Αίγιο και η θέση, συνετέλεσαν στη συγκρότηση του οικισμού, που αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα το 1912. Η άνετη οδική επικοινωνία με Ιτέα, Άμφισσα, Ναύπακτο και Λιδωρίκι, η καθαρή παραλία και η όμορφη γύρω φύση, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα ξενοδοχεία στην περιοχή, τα εστιατόρια, μπαρ και καφετέριες έχουν καταστήσει την Ερατεινή ένα αξιόλογο καλοκαιρινό θέρετρο, με μόνιμους και διερχόμενους παραθεριστές.

Η περιοχή παράγει εκλεκτό λάδι, εσπεριδοειδή και κηπευτικά.

Δίπλα στην Ερατεινή βρίσκεται η  Πάνορμος (Πάνω και Κάτω Κύσσελη) παρουσιάζει μεγάλη οικιστική ανάπτυξη και συγκεντρώνει επισκέπτες και παραθεριστές για μπάνια και ψάρεμα.

Οι ιστορικές μαρτυρίες αναφέρουν την ύπαρξη οικισμού στο παλαιό χωριό από την εποχή των Οζολών Λοκρών. Βυζαντινά ευρήματα εντοπίστηκαν κοντά στο ναό του Αγ. Βασιλείου. Οι πέτρινες επιγραφές, τα υπολείμματα τείχους και οι σπηλιές μιλούν για το σημαντικό ιερό του «Απόλλωνος εν Φαιστίνω». Τα επιφανειακά ευρήματα (τάφοι, τύμβος, κτίσμα και περίφραξη) φανερώνουν την ύπαρξη και δεύτερου οικισμού στη θέση «Μάρμαρα».

Το διδακτήριο του σχολείου έχει κηρυχθεί διατηρητέο και στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο και το Πνευματικό και Πολιτιστικό Κέντρο Πανόρμου.

Η Γλυφάδα, παραλιακός οικισμός, πήρε το όνομα από μια πηγή γλυφού νερού μέσα σε μικρό έλος, που αποξηράθηκε και το νερό διοχετεύεται στη θάλασσα. Μία από τις ομορφότερες κοινότητες του Δήμου Δωρίδος, χτισμένη δίπλα στη θάλασσα, με πανέμορφη θέα, απέναντι από τα νησάκια Τριζόνια. Οι οικισμοί Σπηλιά, Χάνια και Γλυφάδα έχουν σχεδόν ενοποιηθεί. Με τη διαμόρφωση της παραλίας τους και της μικρής μαρίνας στα Τριζόνια, έχει αυξηθεί η τουριστική κίνηση όλων των οικισμών αυτών.

Μεταξύ Γλυφάδας και Παραλίας Σεργούλας, επάνω σε λόφο, υπάρχει επιβλητική ακρόπολη σε αρκετά καλή κατάσταση. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για την αρχαία Αντίκυρα. Στην περιοχή Γλυφάδας και Δαφνοχωρίου υπάρχουν ερείπια αρχαίων τειχών, τάφοι και το φρούριο Παλαιόκαστρο.

Τα Τριζόνια είναι ένα καταπράσινο νησί στον Κορινθιακό κόλπο, το μοναδικό κατοικήσιμο στην περιοχή. Το άγνωστο, σε πολλούς, αυτό νησί διαθέτει ένα πανέμορφο φυσικό λιμάνι, αγκυροβόλι για πολυτελή σκάφη και ιστιοπλοϊκά. Κατά μήκος της ακτής του υπάρχουν πολλές παραδοσιακές ταβέρνες, εστιατόρια και καφέ για να απολαύσετε το μαγευτικό τοπίο που απλώνεται μπροστά σας. Μπορείτε να διαλέξετε μια από τις απάνεμες παραλίες του κόλπου για το μπάνιο σας ή την βραδινή σας βόλτα.

Μέσα σε 2 μόνο τετραγωνικά χιλιόμετρα, περικυκλωμένα από θάλασσα χωράνε ελιές, αμπέλια και άλλα οπωροφόρα δέντρα, χαρακτηριστικά της ελληνικής φύσης, τα οποία προστίθενται στην ομορφιά του καταπράσινου νησιού. Αυτό που δεν χωράει στα Τριζόνια είναι τo αυτοκίνητo! Η πρόσβαση γίνεται με καΐκια που βρίσκονται στα «Χάνια» και θα σας πάνε στο νησί μέσα σε 5 λεπτά.

Γύρω από το νησί υπάρχουν άλλα 3 μικρότερα, ακατοίκητα νησάκια, ο Αϊ – Γιάννης, το Πρασούδι και το Πλανέμι.  Στην περιοχή θα βρείτε αρκετά καταλύματα που προσφέρουν όλες τις σύγχρονες ανέσεις για μια ευχάριστη διαμονή, πάντα όμως σε απόλυτο σεβασμό προς το φυσικό περιβάλλον.

Η Ελαία που παλαιότερα ονομαζόταν Βελενίκος μετονομάστηκε σε Κοινότητα Ελαίας το 1955. Διακρίνεται για την πανοραμική θέα που έχει στον Κορινθιακό και για το λόγο αυτό οι κάτοικοί του το ονομάζουν “το μπαλκόνι του Κορινθιακού”. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, την καλλιέργεια της γης, το μάζεμα της ελιάς.

Μεγάλη είναι η παράδοση της Ελαίας στο Δημοτικό Τραγούδι. Η Σοφία Κολλητήρη, Γιούλα Κοτρώτσου, Γιώτα Πατρινού-Γκανιάτσου, Έφη Γεωργακοπούλου , Παγώνα Κολλητήρη είναι κάποιες από τις φωνές που διακρίθηκαν και που έκαναν γνωστό το χωριό μέσα από τα τραγούδια τους.

Η Καλλιθέα, όπως προδίδει και το όνομά της, είναι χτισμένη σε υψόμετρο 700 μέτρων. Λέγεται ότι πέρασε από το χωριό το Βασιλικό ζεύγος του Όθωνα και η Αμαλία, όταν άκουσε ότι ονομάζεται Ξυλογαϊδάρα, το ονόμασε Καλλιθέα, γιατί έχει θαυμάσια θέα προς τον Κορινθιακό.

Στην κεντρική πλατεία υπάρχει αιωνόβιος πλάτανος, με περίμετρο κορμού 10,70 μ. που έχει χαρακτηρισθεί σαν διατηρητέο μνημείο της φύσης. Ναός του χωριού η Αγία Παρασκευή, που πανηγυρίζει στις 26 Ιουλίου.

Γραφικοί παραλιακοί οικισμοί ο Αγ. Νικόλαος και Αγ. Σπυρίδων, με ψαροταβέρνες και ενοικιαζόμενα δωμάτια, ελκύουν παραθεριστές και διερχόμενους λουόμενους. Στο νησάκι Αγ. Νικόλαος, μέσα στο λιμανάκι, υπάρχει ομώνυμος ναΐσκος, που έδωσε το όνομα και στον οικισμό. Το πορθμείο με τα φέρυ-μποτ από Άγιο Νικόλαο προς Αίγιο (και το αντίθετο), συνέδεαν μέχρι πρόσφατα τη Φωκίδα με την Πελοπόννησο.

Πάνω από τον Αγ. Νικόλαο τοποθετείται από ορισμένους αρχαιολόγους η αρχαία Απολλωνία. Ο Αγ. Σπυρίδων, Ντουβιά παλαιότερα, πήρε το όνομα το 1958, προφανώς από την εκκλησία του. Αξιόλογες οι παραλίες του οικισμού και το λιμανάκι του. ΒΔ του οικισμού, σε απότομο πρόλοβο, υπάρχει ελληνιστικό κάστρο ενώ Μεσαιωνικός πύργος υπάρχει στο ακρωτήριο «Δριμούλι».

Το χωριό Μακρινή (Μακρυσή) καταγράφεται στο ιστορικό διάγραμμα των Δήμων της Ελλάδας του 1833 και το 1836 προσαρτήθηκε στο Δήμο Τολοφώνος, από το Δήμο Οιάνθης (Μαραζά), όπου υπαγόταν αρχικά. Το 1912 αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα. Οι γεωργοκτηνοτρόφοι παλαιοί κάτοικοι φαίνεται ότι ζούσαν κατά φαμίλιες στην ευρύτερη περιοχή και κατά την Τουρκοκρατία συνενώθηκαν στο σημερινό οικισμό.

Κατά τον Πουκεβίλ στα 1814, ήταν αυτοτελής οικισμός με 30 οικογένειες. Νότια του χωριού, υπάρχουν ερείπια αρχαίας ακρόπολης, νεκροταφείου και αποχετευτικού δικτύου. Πιθανολογείται ότι εδώ βρισκόταν αρχαία Λοκρική πόλη, που καταστράφηκε επί Μ. Θεοδοσίου από τους συμμάχους του τους Γότθους, ως ειδωλολατρική.

Η Μηλιά (Μηλέα) βρίσκεται στο κέντρο περίπου της Δωρίδας, σε υψόμετρο 730 μ., στην πλαγιά που ορίζεται από την κορυφή της Μπούχορης. Στη βουνοκορφή αυτή, βόρεια του χωριού, στα σύνορα με τον Άβορο, υπήρξε κάστρο και Λοκρικό ιερό, το οποίο αναφέρεται και από τον Παυσανία. Η θέα από το σημείο αυτό προς τη λίμνη του Μόρνου και την Πελοπόννησο είναι πανοραμική, ενώ απέναντι βρίσκεται το Αιτωλικό Παλαιόκαστρο του Αιγιτίου. Στη νοτιοδυτική πλευρά του χωριού υπάρχουν ευρήματα αρχαίας στρατιωτικής εγκατάστασης.

Παραδοσιακά είναι γεωργοκτηνοτροφικό χωριό. Και σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία, τα αμπέλια, τα κηπευτικά. Μέχρι το 1970 κατασκεύαζαν και έκαιγαν κατά καιρούς ασβεστοκάμινα. Λειτουργούσαν και τρεις νερόμυλοι μέχρι το 1980, με πελάτες και από τα περίχωρα.