Έχει μέτωπο προς τον Κορινθιακό και περιλαμβάνει 16 χωριά. Είναι η πολυπληθέστερη με 6.086 κατοίκους με πρωτεύουσα το Ευπάλιο.

Το Ευπάλιο αναφέρεται για πρώτη φορά στην ιστορία από τον Θουκυδίδη κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Το όνομά του προέρχεται το Ευ (καλός) και πάλη δηλ. έβγαζε καλούς παλαιστές ή Ευ (καλός) και πόλιον (δηλαδή μικρή πόλη) γιατί στην αρχαία ιστορία αναφέρεται ως Ευπόλιον.

Είναι κτισμένο κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί από την Ναύπακτο στα χωριά της ορεινής Δωρίδας και Ναυπακτίας. ‘Eχει ρυμοτομικό σχέδιο από το έτος 1910. Καλύπτει μια μακρόστενη λουρίδα γης που απλώνεται από Βορρά προς Νότο μήκους 9 χιλιομέτρων και πλάτους 2 χιλιομέτρων που ξεκινάει από τον ποταμό Μόρνο και φθάνει μέχρι τον Κορινθιακό Κόλπο. Τους καλοκαιρινούς μήνες ο πληθυσμός ξεπερνάει τους 2.500 κατοίκους. Απέχει μόνο 30 χλμ από την Πάτρα, μια από τις μεγαλύτερες πύλες εισόδου και εξόδου προς Ευρώπη.

Το χωριό βρίσκεται μέσα στο πράσινο με πανύψηλα πλατάνια κατά μήκος της κοίτης του χειμάρρου ο οποίος το διασχίζει. ‘Eχει πολλές πηγές και άφθονα υπόγεια νερά.

Την είσοδο του χωριού κοσμεί το ωραιότατο κτήριο του Λαογραφικού Μουσείο Ευπαλίου, μοναδικό σε όλη τη Φωκίδα. Είναι δωρεά του αείμνηστου καθηγητή ιατρικής Χαράλαμπου Σμπαρούνη και της συζύγου του Αντιγόνης. Λειτουργεί από το 1996 που ιδρύθηκε και στις αίθουσές του φυλάσσονται αξιόλογα παραδοσιακά αντικείμενα.

Ένα από τα πολλά χωριά της πεδιάδας του Μόρνου είναι η Χιλιαδού. Η εύφορη γη πάνω στην οποία θεμελιώθηκε και τα νερά του Κορινθιακού Κόλπου που τη καταβρέχουν προσδίδουν στην Χιλιαδού μια ξεχωριστή χροιά. Το μικρό αυτό καμποχώρι περιβάλλεται από απέραντες καλλιεργήσιμες εκτάσεις και κάθεται στριμωγμένο σε μια άκρη της πεδιάδας δίπλα στη θάλασσα.

Η αμμουδένια παραλία μήκους 2χλμ χάρισε στον τόπο μια ανερχόμενη τουριστική κίνηση και υποδομή προσελκύοντας παράλληλα επισκέπτες από διάφορα μέρη της Ελλάδος αλλά και του εξωτερικού.

Η Χιλιαδού διαθέτει ξενοδοχεία, ψαροταβέρνες, beach bar και καφέ που προσφέρονται για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του επισκέπτη και του παραθεριστή.

Βορειοανατολικά του Ευπαλίου στην πλαγιά του λόφου βρίσκεται το Δροσάτο. Μέχρι το 1961 λεγόταν Καρδάρα από το γνωστό ποιμενικό σκεύος. Το νέο του όνομα οφείλεται στο δροσερό του κλίμα εξαιτίας του πράσινου που το περιβάλλει.

Βορειοδυτικά από το Ευπάλιο και το Δροσάτο βρίσκεται το Τρίκορφο. Βρίσκεται σκαρφαλωμένο στο κέντρο μιας λοφοσειράς που έδωσε και το νεότερο όνομα στο χωριό (Τρίκορφον – Τρεις κορφές). Μαγευτική η τοποθεσία που βρίσκεται ο οικισμός και ταυτόχρονα παρατηρητήριο με εξαιρετική θέα που κατοπτεύει τον ορίζοντα.

Τρία χλμ. Ν.Δ. του χωριού στη θέση Παλιόκαστρο υπάρχουν λείψανα αρχαίου κάστρου ενώ πέντε χλμ. Β.Δ. του χωριού υπάρχει το Κεφαλογιόφυρο που συνδέει τη Δωρίδα με τη Ναυπακτία. Πρόκειται για εξαιρετικό μνημείο της Τουρκοκρατίας, κτισμένο γύρω στο 1.300 μ.Χ., που βρισκόταν σε νευραλγική θέση και έχει πολλά τεχνικά στοιχεία που το καθιστούν αξιοπαρατήρητο αρχιτεκτονικά. Τέσσερα χλμ. βόρεια του χωριού υπάρχει το Αγιονέρι, πηγή με ιαματικό νερό.

Στο Τρίκορφο λειτουργούν δύο σύγχρονα μοναστήρια που προσελκύουν χιλιάδες προσκυνητές. Η Μονή Αγίων Αυγουστίνου και Σεραφείμ του Σαφώφ (1991) βρίσκεται κάπου 500 μέτρα βορειοανατολικά του οικισμού σε πανοραμική θέση κοντά στην Αγία Σωτήρα. (Παπαροκάδες).

Το 1990 ιδρύθηκε η γυναικεία Μονή του Αγίου Νεκταρίου. Βρίσκεται σε ελαιόφυτη πλαγιά δεξιά του αμαξιτόδρομου που οδηγεί στο χωριό πριν πέντε χλμ. απ’ αυτό. Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω, δίπλα στον δρόμο, βρίσκονται τα ερείπια βυζαντινού ναΐσκου του Αγίου Αθανασίου.

Ανατολικά από το Τρίκορφο και βορειοδυτικά από το Ευπάλιο βρίσκεται η Φιλοθέη, σε απόσταση 10 χλμ. από το Ευπάλιο. Μέχρι το 1959 ονομαζόταν Γκουμαίοι, από το οικογενειακό όνομα Γκούμας, που το έφερε βλαχοποιμένας, ο οποίος ήταν στην υπηρεσία του Μοναστηριού της Βαρνάκοβας. Το νέο όνομα έχει σχέση με την υπέροχη και γοητευτική θέα του τοπίου.

Το ορεινό ανάγλυφο της περιοχής κρύβει ένα θησαυρό που λέγεται πέτρα, ποικίλων χρωμάτων και μεγεθών και είναι κατάλληλη για το παραδοσιακό κτίσιμο σπιτιών. Έτσι η εξόρυξη και η εμπορία της πέτρας είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της οικονομίας του χωριού, καθώς και οι ντόπιοι μαστόροι – κτίστες και μαστροπελεκάνοι που είναι περιζήτητοι.

Στα δυτικά του χωριού σε απόσταση 700 μέτρα βρίσκεται η χαρακτηριστική τοποθεσία “Δώδεκα Πουρνάρια”, που όντας υπεραιωνόβια συνδυάζονται με παραδόσεις της περιοχής. Ελκυστικά φυσικά αξιοθέατα, όπως το ανεξερεύνητο σπήλαιο Δρακότρυπα, το φαράγγι και οι καταρράκτες του Βαρνακιώτιου Βαθυρρέματος, καθώς και η “Καλογερική Στάτα” (μονοπάτι πεζοπορίας Βαρνάκοβα – Παλιόκαστρο – Φιλοθέη – 12 Πουρνάρια), είναι λόγοι επίσκεψης στο χωριό, που απέχει 5 χλμ. από το ιστορικό Μοναστήρι.

Το Καστράκι βρίσκεται ανατολικά από το Ευπάλιο. Πήρε το όνομά του από αρχαίο οχύρωμα σε πρόβολο του βουνού στην αριστερή όχθη του Μόρνου και βορειοανατολικά της γέφυρας. Επίσης υπάρχουν ίχνη αρχαίου κάστρου. Εδώ στα κάστρα αυτά τοποθετείται κατά μία άποψη το αρχαίο Ευπάλιο, αφού ο Οινεών ταυτίζεται με το Παλιόκαστρο Ευπαλίου και ο Θουκυδίδης ήταν σαφής: “… και πορευόμενος Οινεώνα αιρεί και Ευπάλων.” (Πρώτα τον Οινεώνα και μετά το Ευπάλιο στο δρόμο για τη Ναύπακτο). Επίσης στην περιοχή του Καστρακίου, στην πηγή Βουλωμένη, τοποθετείται το ιερό του Νεμείου Διός, που συνδέεται με τη δολοφονία του ποιητή Ησιόδου. Εδώ είχε στρατοπεδεύσει και Αθηναίος Στρατηγός Δημοσθένης το 426 π.Χ. ετοιμάζοντας την εκστρατεία του κατά των Αιτωλών. Στο χώρο της βρύσης, που ανακατασκευάστηκε, δεν φαίνονται πλέον ίχνη ναού που εντόπισε το 1907 ο Αρχαιολόγος – Καθηγητής Γ. Σωτηριάδης.

Το Κλήμα Ευπαλίου βρίσκεται βορειοανατολικά από το Μοναστηράκι σκαρφαλωμένο στην κορυφή του ομώνυμου λόφου, με απέραντη θέα προς τον Κορινθιακό, την κοιλάδα της Μαντήλως και την πεδιάδα του Μόρνου. Η περιοχή από την αρχαία εποχή ήταν οινοφόρος, λόγω της ύπαρξης πολλών αμπελιών. Εδώ υπάρχει σε περίοπτη θέση το μνημείο των θυμάτων του 5/42 συντάγματος Δημ. Ψαρού.

Το Μοναστηράκι είναι κτισμένο στην πλαγιά, δεξιά από την Εθνική οδό Ναυπάκτου – Ιτέας και φθάνει μέχρι τη θάλασσα, όπου ο ομώνυμος όρμος του Κορινθιακού κόλπου. Πρόκειται για ένα παραλιακό χωριό, γραφικό και πανέμορφο. ‘Eχει χαρακτηρισθεί με Βασιλικό Διάταγμα και Υπουργική Απόφαση ως τόπος τουριστικός και ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους, αφού είναι κτισμένο αμφιθεατρικά γύρω από την θάλασσα και θυμίζει έντονα νησί.

Στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα ο επιβλητικός ενοριακός ναός του Ευαγγελιστού Μάρκου με το αξιόλογο γλυπτό τέμπλο, στο κέντρο του χωριού υπήρχε κατά την παράδοση μικρό μοναστήρι (μοναστηράκι), που έδωσε το όνομα στην περιοχή.

Το χωριό γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την δεκαετία του 1930 οπότε και ήταν το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου ολόκληρης της Δωρίδας και της ορεινής Ναυπακτίας και είχε καθημερινά ακτοπλοϊκή σύνδεση με την Πάτρα και το Ψαθόπυργο. Το σύγχρονο Μοναστηράκι είναι ένας πανέμορφος οικισμός, με πολλές χάρες. Το μικρό και γραφικό λιμανάκι, τα όμορφα σπίτια, το παραθάλασσο, η μικρή λιμνούλα δίπλα στη θάλασσα ανατολικά του Κοκκινόβραχου, οι ορμίσκοι με τις δαντελένιες ακρογιαλιές, η λιλιπούτεια λιμνούλα συνθέτουν ένα θαυμάσιο θέρετρο για ξεκούραση και απόλαυση φύσης.

Aνατολικά από το Μοναστηράκι βρίσκεται ο συνοικισμός Σκάλωμα. Η ονομασία του δείχνει ότι ήταν μικρή σκάλα, αποβάθρα όπου άραζαν πλοιάρια. Σήμερα είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός και τα σπίτια του έχουν φθάσει σχεδόν μέχρι τον εθνικό δρόμο.

Το χωριό Κάμπος είναι αμφιθεατρικά κτισμένο στους πρόποδες του βουνού Βίγλα (Καστρί 1.090 μ.) με εξαιρετική θέα προς τον κορινθιακό κόλπο και την πεδιάδα του Μόρνου.

Βόρεια από τον Κάμπο βρίσκεται το Τείχιο, στις ανατολικές πλαγιές της κορυφής Τούρλα (704 μ.) και στις βόρειες της κορυφής Βίγλα (Καστρί 1.090 μ.). Μέχρι το 1929 λεγόταν Λυκοχώρι (Λύκος και χώρος). Είναι το χωριό στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι τα 7 της χρόνια η διάσημη μουσικοσυνθέτης Ελένη Καραΐνδρου.

Το νέο όνομά του το οφείλει στην αρχαία αιτωλική πόλη Τείχιον την οποία κατέλαβε το 426 π.Χ. ο Αθηναίος Στρατηγός Δημοσθένης. Πράγματι σε διάφορες θέσεις του χωριού έχουν εντοπισθεί αρχαιότητες. Στη θέση Βρανά, όπου η εκκλησία Άγιοι Απόστολοι, 1 χλμ. περίπου στα δυτικά του χωρού όπου βρέθηκαν αρχαία οικοδομικά κατάλοιπα και μικροαντικείμενα. Επίσης στη θέση Καταφύδι σε βραχώδη λόφο, όπου τώρα η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, υπάρχουν ίχνη οχύρωσης. Σε ποια πόλη αιτωλική ανήκουν οι αρχαιότητες αυτές είναι άγνωστο. Μπορεί το Λυκοχώρι να ονομάσθηκε Τείχιον, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι εδώ υπήρξε το αρχαίο Τείχιο. Κάποιοι τοποθετούν εδώ το αρχαίο Τείχιο, ενώ η νεότερη έρευνα το τοποθετεί στους Αγίους Αποστόλους το ναό της Πυργίας Αθηνάς, ενώ στο Καταφίδι την τειχισμένη ακρόπολη της Ποτειδανείας.

Είναι όμορφο χωριό, με τους λιθόστρωτους εσωτερικούς δρόμους. Στο κέντρο του χωριού σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση κτήριο κτισμένο από Κωνσταντινοπολίτες τεχνίτες με λαδωτή πέτρα και υλικά του χωριού με παλιά εσωτερική διαρρύθμιση και ταβάνια σκαλιστά. Με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο μνημείο.

Στη βόρεια πλευρά δεσπόζει ο ενοριακός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, που κτίσθηκε το 1898 και αναπλάσθηκε το 1997 και έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο.

Στο διαμέρισμα του Τειχείου ανήκει και το βυζαντινό μοναστήρι της Βαρνάκοβας, που βρίσκεται στην βουνοπλαγιά σε υψόμετρο 750 μέτρα μέσα σε δάση κέδρων και αιωνοβίων δρυών. Πρόκειται για ένα ξακουστό βυζαντινό μοναστήρι που ιδρύθηκε το 1077 μ.Χ. από τον ‘Oσιο Αρσένιο τον Βαρνακοβίτη και είναι το πέμπτο κατά σειρά αρχαιότητας Μοναστήρι στην Ελλάδα. Διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο ατά τους αγώνες του έθνους και διατηρούσε σχολείο κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μεταπελευθερωτικά.

Το Παλαιοξάρι βρίσκεται στη βόρεια πλαγιά της οροσειράς Τρίκορφο. Η λέξη Παλαιοξάρι είναι σύνθετη από ελληνικό παλαιός και το τούρκικο hisar = κάστρο (Παλαιο-χισάρ=παλαιο-χσάρ=Παλαιοξάρι), δηλαδή Παλαιόκαστρο. Άρα κάπου εκεί κοντά πρέπει να υπήρχε αρχαίο κάστρο.

Το χωριό εντάσσεται μέσα στη φυσική ομορφιά που δημιουργούν οι γύρω βουνοκορφές και ένα πλέγμα χειμάρρων.

Η Ποτιδάνεια βρίσκεται ανατολικά από το Παλαιοξάρι σκαρφαλωμένη κι αυτή σε πλαγιά της οροσειράς του Τρικόρφου. Ενοριακός ναός είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου, που κτίσθηκε το 1851, με το αξιόλογο τέμπλο και τις παλιές εικόνες, και την αξιοπαρατήρητη διακόσμηση του ξύλινου ταβανιού. Το 1999 στο αγνάντιο του Άη Γιώργη στην είσοδο του χωριού κτίσθηκε υπαίθριο αμφιθέατρο χωρητικότητας 600 θέσεων. Το χωριό είναι καταπράσινο και σε θέση πανοραμική με εξαιρετική θέα προς τα βουνά της Φωκίδας Γκιώνα και Βαρδούσια. Στην Ποτιδάνεια, το Νοέμβριο, διοργανώνεται η γιορτή του τσίπουρου.

Τα Μαλάματα βρίσκονται στο Νομό Φωκίδος με 476 κατοίκους εκ των οποίων 256 κατοικούν στα Μαλάματα και 220 στον Άγιο Πολύκαρπο. Απέχει 7 χιλιόμετρα από το Ευπαλιο και 5 χιλιόμετρα από την Ναύπακτο. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και παράγουν καλαμπόκι, τριφύλλι και εσπεροειδή. Στον παραθαλάσσιο οικισμό της Χιλιαδούς λειτουργούν οργανωμένες τουριστικές μονάδες. Στις 23 Φεβρουαρίου το χωριό γιορτάζει προς τιμήν του Αγίου Πολύκαρπου. Η παλαιότερη ονομασία των Μαλαμάτων ήταν Χασάναγα. Πιθανότητα η ονομασία προέρχεται από το όνομα Τούρκου Αγά. Σήμερα η περιοχή των Μαλαμάτων όπως και της Μανάγουλης αναβαθμίζεται με τα έργα του αναδασμού που υλοποιούνται στο Νοτιοδυτικό τμήμα της πεδιάδος Μόρνου. Ίσως είναι το μοναδικό χωρίο στην Δημοτική Ενότητα Ευπαλίου που οι περισσότεροι νέοι παραμένουν στο τόπο τους. Κατά μήκος του ποταμού Μόρνου έχουν αναπτυχθεί αρκετές βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονη οικιστική δραστηριότητα εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι είναι το κοντινότερο τοπικό διαμέρισμα που συνορεύει με το Δήμο Ναυπάκτου.

Το Δημοτικό Διαμέρισμα Μανάγουλης αποτελείται από τρεις οικισμούς: την Μανάγουλη με 344 κατοίκους, τον Λόγγο με 153 κατοίκους και την Χιλιαδού με 66 κατοίκους. Η συνολική έκταση που καταλαμβάνει ανέρχεται σε 8.800 στρέμματα. Βρίσκεται στο κέντρο της πεδιάδας του Μόρνου. Συνορεύει ανατολικά με το Μοναστηράκι, Δυτικά με τον Άγιο Πολύκαρπο και νότια με τον Κορινθιακό κόλπο. Απέχει 9 χιλιόμετρα από το Ευπάλιο και 8 χιλιόμετρα από την Ναύπακτο. Το όνομά της είναι σύνθετο, από τις λέξεις Μάνα και την λέξη Γούλιασμα που σημαίνει στην λαϊκή της μορφή και χρήση: η λάσπη που εναποθέτει η κατεβασιά του ποταμού, λόγω υπερχείλισης, σε συγκεκριμένη θέση και θεωρείται το χώμα αυτό δε ως πολύ εύφορο και παραγωγικό. Με την πάροδο του χρόνου καθιερώθηκε με το σημερινό της όνομα. Η πεδιάδα του Μόρνου πήρε το όνομά της από τον ποταμό Μόρνο που την διασχίζει και από τις προσχώσεις του οποίου σχηματίσθηκε, εις το δέλτα του οποίου ευρίσκετο η πόλη Καλάμεσος όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο περιηγητής Παυσανίας. Η παραπάνω πεδιάδα προ χιλιάδων ετών ήταν θάλασσα του Κορινθιακού κόλπου που έφθανε στις παρυφές των λόφων Ευπαλίου Καστρακίου.

Ανατολικά από την Μανάγουλη και σε απόσταση 3 χιλιομέτρων στην θέση Γουβός όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης στο 14ο βιβλίο του υπήρχε αρχαία πόλη Ερυθρές απαριθμούσα κατά τον Θουκυδίδη δέκα τέσσαρες χιλιάδες (14.000) κατοίκους, ήταν δε ο μέγας λιμένας του Κορινθιακού κόλπου, εις το οποίον κατήλθον οι Δωριείς το έτος 1104π.χ. εναυπήγησαν στόλον και πέρασαν στην Πελοπόννησο. Στην πόλη των Ερυθρών κατά την αρχαιότητα υπήρχε ναός αφιερωμένος στον θεό Απόλλωνα με άλσος ελαιών τον οποίο οι Χριστιανοί μετέτρεψαν σε ναό της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» και υπάρχει ακόμη ένα παρεκκλήσι και νεκροταφείο του χωριού Μανάγουλη. Το άλσος των ελαιών σώζεται έως σήμερα, ένα δε ελαιόδενδρο έμπροσθεν του ιερού ναού της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», έχει ηλικία άνω των δύο χιλιάδων χρόνων κατά την εκτίμηση των ειδικών. Επίσης κατά τον Θουκυδίδη στην πόλη των Ερυθρών το έτος 426π.χ. αποβιβάσθηκε ο στρατηγός των Αθηναίων Δημοσθένης μετά στρατού, προσευχηθείς εις τον ναι του Απόλλωνα, προχώρησε διά του Ευπαλίου κατέλαβε την Ποτιδάνεια και το Κροκύλειο, ηττηθείς όμως από τον στρατηγό των Λακεδαιμονίων Ευρύλοχο και των συμμάχων των Εσπερίων Λοκρών, υποχώρησε στην Ναύπακτο. Η κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Τελευταία ασχολούνται με τον τουρισμό, ιδιαίτερα στον οικισμό Χιλιαδού που αναπτύσσεται ραγδαία λόγω της υπέροχης παραλίας και του λιμανιού της.

Στα δυτικά της Παραλίας Σεργούλας είναι ο παραθαλάσσιος οικισμός Μαραθιάς, υπό την κορυφή Σπουλιθαρά και απέχει από το Ευπάλιο 10 χλμ. Το 1947 αποσπάθηκε από την Κοινότητα Πύργου και αποτέλεσε ανεξάρτητη κοινότητα. Άλλωστε οι πρώτοι κάτοικοι προήλθαν από τον Πύργο.Η πεδιάδα του Μαραθιά, που στα δυτικά κλείνεται από το Τρανόμετρα (Καρουτιοπόταμο), παρότι όχι πολύ μεγάλη, είναι γεμάτη από οπωροφόρα δένδρα. Επίσης πυκνόφυλλες μουριές και πλατάνια προσφέρουν ίσκιο και δροσιά.

Η ακρογιαλιά από τη “Φωκιότρυπα” μέχρι το ποτάμι είναι ειδυλλιακή. Το μικρό λιμανάκι, ασφαλές αραξοβόλι για πλοιάρια και όλη η προκυμαία έχουν τη γραφικότητά τους. Η θάλασσα είναι πεντακάθαρη και οι τουριστικός εγκαταστάσεις όλων των μορφών έχουν καταστήσει τον Μαραθιά θέρετρο. Γοητευτική και γεμάτη εκπλήξεις η ποταμοπορεία στην κοίτη του Καρουτιοπόταμου, κάπου 1 χλμ. από τη γέφυρα του Μαραθιά στον εθνικό δρόμο στην καμπή του ποταμού, στην άγρια κλεισούρα, στέκουν οι Μετέωροι Βράχοι. Πρώτος ο “Αντρειωμένος” στην είσοδο του απότομου φαραγγιού. Ο μεσαίος με τις κάθετες ολόγυρα βραχοπλαγιές του φιλοξενεί στην κορυφή του το Εκκλησάκι Αγία Ελεούσα που γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου. Η πρόσβαση γίνεται μόνο από δυτικά με σκαλοπάτια γύρω στα εκατό, σμιλευμένα στον γρανίτινο βράχο. Βορειότερα στέκεται ο τρίτος βράχος, πανύψηλος αυτός, με σκήτες και κελιά μοναστών την παλιά εποχή, γι’ αυτό και αποκαλείται Καλογεροχώρι.

Αρκετά νότια από την Ποτιδάνεια και 19 χλμ. ανατολικά του Ευπαλίου βρίσκεται ο Πύργος βρίσκεται στις νοτιοδυτικές πλαγιές της οροσειράς Τρίκορφο, υπό την κορυφή Πύργος (1.013 μέτρα), αριστερά από την όχθη του Τρανορέματος (Καρουτιόρεμα). Μέχρι το 1959 λεγόταν Καρούτια, αρχικά ο οικισμός ήταν στη θέση Παλιοχώρι και με την καταστροφή του κατά την Τουρκοκρατία οι κάτοικοι ίδρυσαν τα Καρούτια και την Σεργούλα. Τη δεκαετία του 1960 οι κάτοικοι μετακινήθηκαν στο παραθαλάσσιο Μαραθιά. Προς τα νότια του χωριού έχουν επισημανθεί ίχνη αρχαίου οικισμού όπως κεραμικά και τάφοι. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα παλιά πετρόχτιστα σπίτια του χωριού.

Ανατολικά από τον Πύργο βρίσκεται η Σεργούλα στη δεξιά όχθη του Σεργουλοπόταμου. Το αρχικό χωριό ήταν στη θέση Παλιοχώρι (Παλιχώρια) σε υψόμετρο 940 μέτρα.  Όταν καταστράφηκε το χωριό, κατά την Τουρκοκρατία, άλλοι από τους κατοίκους μετακινήθηκαν στα Καρούτια, όπου ήταν ποιμενικές εγκαταστάσεις και άλλοι στον Αι Γιάννη, που ήταν μετόχι της Βαρνάκοβας. Λέγεται ότι η Σεργούλα καταστράφηκε στις 18 Απριλίου 1825 από Τούρκους του Κάστρου της Ναυπάκτου, όπου προεστοί ήταν ο Παπαγιώργης Πολίτης και ο γιος του Χαράλαμπος Παπαπολίτης. Στο χωριό διασώζεται το αρχοντικό του Κ. Λιδωρίκη, παλαιού πολιτικού, του οποίου η οικογένεια προέρχεται από τους Παπαπολιταίους. Ενοριακός ναός του χωριού είναι ο Άγιος Ιωάννης, ο οποίος δεσπόζει σε περίοπτη θέση. Καμάρι των κατοίκων είναι το Κεφαλάρι, το δάσος που βρίσκεται στα βόρεια του χωριού και προστατεύει τον οικισμό από τις νεροποντές. Αξιοθέατες είναι οι πηγές Φλέβα, όπου και ο μύλος του Γ. Καρμανιόλα, σε μια γραφική τοποθεσία με αιωνόβια πλατάνια.

Επίσης στο διαμέρισμα ανήκει ο παράκτιος οικισμός Παραλία Σεργούλας (286 κάτοικοι) σε υψόμετρο 10 μέτρα. Είναι φανερό ότι εγκαταλείφθηκαν οι ορεινοί συνοικισμοί και οι κάτοικοι ανεζήτησαν στην παραλία του Κορινθιακού κόλπου καλύτερη τύχη. Η περιοχή παλιότερα λεγόταν Μύλοι, διότι υπήρχαν αρκετοί νερόμυλοι που αξιοποιούσαν τα πλούσια νερά της περιοχής. Ο μύλος του Παπαπολίτη με το θαυμαστό “κανάλι” που στηρίζεται σε αριστοτεχνικές καμάρες και περιστοιχίζεται από πλατάνια έχει χαρακτηρισθεί διατηρητέο μνημείο. Επίσης η περιοχή λεγόταν και Κάμπος από την μικρή πεδιάδα που διασχίζεται από το Σεργουλοπόταμο. Η παραλία είναι εκτεταμένη, η θάλασσα καθαρή, το πράσινο πλούσιο με τους πλατανιάδες και τα άλλα δένδρα, γι’ αυτό τους θερινούς μήνες είναι ελκυστικό για παραθεριστές.

Θα ήταν σημαντική παράλειψη να παραλείψουμε άλλα σημαντικά αξιοθέατα της γειτονικής Παρνασσίδας του Νομού Φωκίδας.

Ο επισκέπτης της Δωρίδας, μεταξύ άλλων έχει τη δυνατότητα να επισκεφτεί τους Δελφούς (τον Ομφαλό της Γης), την Αράχοβα και το χιονοδρομικό κέντρο στον Παρνασσό, την ιστορική Άμφισσα και το επίνειό της την Ιτέα μαζί με το γραφικό Γαλαξείδι, γραφικά χωριά όπως η Παύλιανη και ο Αθανάσιος Διάκος.