Στο Βόρειο τμήμα της Δωρίδας, ο επισκέπτης συναντά περιοχές ορεινές που περιλαμβάνουν τα γνωστά όρη της χώρας, Βαρδούσια και Γκιώνα, τα οποία συγκαταλλέγονται στα 7 ψηλότερα της χώρας.
Η Γκιώνα με υψόμετρο 2510 μ. είναι το 5ο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας και το ψηλότερο της Στερεάς Ελλάδας (Ρούμελης) και τα Βαρδούσια το 7ο με υψόμετρο 2.495 μ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από Αρτοτίνα, ξεκινά το ορειβατικό μονοπάτι Ε4 που δρασκελίζει μεγάλο δίκτυο διαδρομών όπως τα Βαρδούσια και καταλήγει στον χωριό Αθανάσιος Διάκος. Πρόκειται για μια θαυμάσια πεζοπορική διαδρομή όπου μπορεί κανείς να θαυμάσει το μεγαλείο της φύσης της Δωρίδας και που τους καλοκαιρινούς μήνες είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στους ορειβατικούς κύκλους.

Γκιώνα

Το υψηλότερο βουνό της Στερεάς Ελλάδας, τοποθετημένο στην Φωκίδα, ανάμεσα στον Παρνασσό και τα Βαρδούσια. Με υψηλότερη κορυφή την Πυραμίδα στα 2.510 μέτρα, η Γκιώνα είναι το υψηλότερο βουνό νότια του Ολύμπου και το πέμπτο συνολικά στην Ελλάδα. Στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως Ασέληνον όρος.
Η Γκιώνα, με χαρακτήρα καθαρά αλπικό, βρίσκεται στο κέντρο του νομού Φωκίδας βορειοδυτικά από την κοιλάδα της Άμφισσας, αποτελεί τμήμα της νότιας απόληξης της οροσειράς της Πίνδου και ενώνεται με τον Παρνασσό ανατολικά, με τα Βαρδούσια όρη δυτικά και με την Οίτη στα βόρεια. Στα νότια ενώνεται με το χαμηλό σύμπλεγμα λόφων που ονομάζονται Όρη Λιδωρικίου. Βουνό με αδρό και ξεκάθαρο ανάγλυφο, με βαθιές χαράδρες, ρεματιές και ασβεστολιθικές ορθοπλαγιές που το κάνουν δύσβατο, ενώ διαθέτει την μεγαλύτερη ορθοπλαγιά των Βαλκανίων και αρνητική κλίση, την Πλάκα της Συκιάς, με υψομετρική διαφορά 1.100 μέτρα περίπου, ιδανικό για απαιτητικούς ορειβάτες.

Οι πλευρές της προς το Λιδωρίκι είναι κατάφυτες από έλατα και κέδρους (αρκεύθους), στις χαράδρες παρατηρούνται σφεντάμια, ενώ στα ξέφωτα υπάρχουν αγριολούλουδα και αγριοτριανταφυλλιές. Στα δάση της ζουν άγρια ζώα, λύκοι (είναι το νοτιότερο σημείο εξάπλωσής τους στην Ελλάδα),αγριογούρουνα, ζαρκάδια και αγριόγιδα, ενώ στις απόκρημνες πλαγιές της πετούν αρπακτικά πουλιά όπως γυπαετοί και χρυσαετοί. Επίσης διαθέτει και πολλά λιβάδια που συντηρούν αιγοπρόβατα. Παρότι ο συνδυασμός των λιβαδιών με τις κάθετες ορθοπλαγιές κυρίως στα δυτικά, συνθέτουν ξεχωριστή αισθητική τοπίου και αποτελούν καταφύγιο για την άγρια ζωή, στη βόρεια, ανατολική και νότια πλευρά του βουνού υπάρχουν μεταλλεία εξόρυξης βωξίτη που επηρεάζουν την εικόνα του βουνού.

Η Γκιώνα χωρίζεται στα δύο από τη βαθιά χαράδρα της Ρεκάς που εισχωρεί στον κύριο όγκο του βουνού από τα ανατολικά, ενώ η ρεματιά του Λάζου διατρέχει το βουνό από βορρά προς νότο, παράλληλα με το Μόρνο, στα δυτικά. Η Γκιώνα, συγκριτικά με τα Βαρδούσια απέναντι της, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άνυνδρο βουνό. Δεν έχει ποτάμια, οι πηγές είναι σχετικά λίγες και απ’ αυτές αρκετές το καλοκαίρι στερεύουν, ειδικά στα ανατολικά και νότια. Στα ψηλότερα σημεία του βουνού δεν υπάρχουν πηγές γιατί όλες εμφανίζονται στο σημείο επαφής του πορώδους ασβεστόλιθου με το αδιάβροχο στρώμα του φλύσχη. Οι βοσκοί εκμεταλλεύονται στο έπακρο τις πηγές και τα ρέματα.

Άλλες υψηλές κορυφές της Γκιώνας είναι η Πέρδικα (2.484 μ.), το Τραγονόρος (2.456 μ.), η Πλατυβούνα (2.317 μ.), ο Προφήτης Ηλίας (2.298 μ), το Κάστρο (2.176 μ.), η Βράϊλα (2.177 μ.), το Παλιοβούνι (2.122 μ.), ο Πύργος (2.066 μ.), η Λυρίτσα (2007 μ.), ο Μπότσικας (1.945 μ.), το Κοκκινάρι (1.908 μ.), το Τυχιούνι (1.842 μ.) και ο Αηλιάς (1.806 μ.).

Σύμφωνα με το «Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας» του Γεωργίου Μπαμπινιώτη, η ορθή γραφή της ονομασίας του βουνού είναι Γκιόνα, η οποία και χρησιμοποιείται στις αναφορές του όρους στα παλαιότερα κείμενα. Ετυμολογικά η ονομασία προέρχεται από το πτηνό γκιόνης, μεγάλοι πληθυσμοί του οποίου είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στην Γκιώνα.

Στην αρχαιότητα η Γκιώνα θεωρείτο τμήμα του Παρνασσού και ονομαζόταν Ασέληνον όρος, ονομασία που προέρχεται από την ελληνική μυθολογία. Σύμφωνα με το σχετικό μύθο, στο όρος κατοικούσε ένας βοσκός, ο Ενδυμίων, γιος της Πύρρας και του Δευκαλίωνα, και όταν πήγαινε η ημίθεα Σελήνη να τον συναντήσει, στις παρυφές του βουνού, άφηνε τον κόσμο χωρίς φεγγάρι. Επίσης το ίδιο όρος χαρακτηρίζονταν δυσχείμερον (ψυχρό) και πολιόν (χιονοσκεπές). Κατοικείτο από τους Οζολούς Λοκρούς.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας η Γκιώνα αποτελούσε ορμητήριο των κλεφτών και θέατρο ιστορικών συγκρούσεων κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, όπου και στάθηκε τόπος καταστροφής των τουρκικών δυνάμεων το Μάιο του 1821. Κατά την Γερμανική κατοχή στης Ελλάδα, στη μάχη της Καρούτας πάνω στην Γκιώνα, οι αντάρτες κατατρόπωσαν τις δυνάμεις κατοχής. Σε σπηλιές του βουνού κρύβονταν Άγγλοι που μαζί με τις αντιστασιακές ομάδες του Ναπολέοντα Ζέρβα και του Άρη Βελουχιώτη οργάνωσαν την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου.

Βαρδούσια

Έντονο και σκληρό ανάγλυφο, άγριες, δύσβατες και απότομες κορυφές που κεντρίζουν το ορειβατικό ενδιαφέρον, κάθετες ορθοπλαγιές, εντυπωσιακές αναρριχητικές διαδρομές, γνωστές για την ομορφιά τους και τη δυσκολία τους, εκτεταμένα αλπικά οροπέδια. Όλα αυτά μαζί και πολλά άλλα έχουν προσδώσει στα Βαρδούσια το χαρακτήρα του αλπικού βουνού. Ένα από τα ελάχιστα, πράγματι, ελληνικά βουνά με αυθεντικό αλπικό χαρακτήρα που θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτά της κεντρικής Ευρώπης.

Ο τεράστιος όγκος του βουνού αναπτύσσεται απότομα στην καρδιά της Ρούμελης σε έκταση 26.000 εκταρίων. Το κύριο τμήμα του βρίσκεται στο νομό Φωκίδας, ενώ ένα μικρό μέρος του ανήκει στο νομό Φθιώτιδας. Με βάση τη γεωγραφική διάταξη των κορυφών τους, τα Βαρδούσια αποτελούνται από τρία συγκροτήματα. Το νότιο που περιλαμβάνει την ψηλότερη κορυφή τους, τον Κόρακα (2.495 μ.), την έκτη ψηλότερη της Ελλάδας, με την εντυπωσιακή κορυφογραμμή, το δυτικό με τις επιβλητικές και απόκρημνες κορυφές του και το βόρειο με τις ομαλές κορυφές.

Το νότιο συγκρότημα περιλαμβάνει μια εκτεταμένη και κακοτράχαλη κορυφογραμμή μήκους περίπου 17 χλμ. Οι κορυφές Αετός, Λιοντάρι, η Ανώνυμη (2.437 μ.) καθώς και η ψηλότερη κορυφή Κόρακας πλαισιώνουν ένα μικρό οροπέδιο, γνωστό ως Μέγας Κάμπος. Νοτιότερα του Κόρακα υπάρχουν οι κορυφές Κοκκινιάς (2.404 μ.), Όρνιο (2.287 μ.), Κοράκια (2.148 μ.), Τραπεζάκι (1.862 μ.). Η κορυφογραμμή σβήνει σταδιακά μέχρι την τεχνητή λίμνη του Μόρνου.
Το δυτικό συγκρότημα των Βαρδουσίων, είναι και το εντυπωσιακότερο, καθώς περιλαμβάνει απόκρημνες κορυφές όπως οι Σούφλες (2.260 μ.), η Αλογόραχη (2.265 μ.), η Πυραμίδα (2.348 μ.), το Γιδοβούνι (2.087 μ.), το Πάνω Ψηλό (2.120 μ.) και το Κάτω Ψηλό (2.140 μ.) και την πιο απομακρυσμένη το Βουνό της Κωστάριτσας (2.216 μ.). Οι κορυφές Πάνω και Κάτω Ψηλό είναι δύο απότομα μυτίκια που χρειάζονται δύσκολη αναρρίχηση για την προσέγγισή τους. Την άνοιξη από τις κορυφές αυτές δημιουργείται «ψηλή βροχή», λόγω των χιονιών που λιώνουν και εξαιτίας των αρνητικών κλίσεων που παρουσιάζουν σε ορισμένα σημεία. Από αυτό το φαινόμενο πολλοί ντόπιοι ονομάζουν τα Βαρδούσια ως «Ανεμιστός».

Τα δυτικά Βαρδούσια συνορεύουν με το νομό Αιτωλοακαρνανίας και έχουν ως φυσικό σύνορο το Κοκκινόρεμα και ένα χαμηλό διάσελο ύψους 1.370 μ. που τα χωρίζουν από τα όρη Ναυπακτίας. Ανάμεσα στο νότιο και το δυτικό συγκρότημα βρίσκεται το φαρδύ διάσελο Μετερίζια.

Το βόρειο συγκρότημα χαρακτηρίζεται από μια μακριά κορυφογραμμή με ομαλές κλίσεις, που έχει κατεύθυνση βόρεια-βορειοδυτικά καθώς καταλήγει στη Γραμμένη Οξυά. Οι βόρειες κορυφές του βουνού είναι σχετικά ομαλές με ψηλότερη το Βουνό της Χωμήριανης (2.294 μ.) και μετά το Σινάνι (2.055 μ.), το Ομαλό (1.832 μ.), τη Μηλιά (1.784 μ.) και την Πολεμίστρα (1.680 μ.), οι οποίες σταδιακά ενώνονται με τις πλαγιές της Οξυάς. Στα βορειοανατολικά εκτείνονται μέχρι το χωριό Μάρμαρα, ενώ ένας χαμηλός αυχένας τα συνδέει με την Οίτη. Ανατολικά ο ποταμός Μόρνος χωρίζει τα Βαρδούσια από τη Γκιώνα.

Κάτω από όλες αυτές τις κορυφές απλώνονται εκπληκτικά χλοερά λιβάδια, τα ξακουστά Μουσουνιώτικα Λιβάδια της υποαλπικής ζώνης, στα οποία, αιώνες τώρα, αναπτύσσεται η ημινομαδική κτηνοτροφία. Το βουνό χαρακτηρίζουν τα πολλά νερά και κεφαλάρια. Από εδώ πηγάζει ο Εύηνος ποταμός και πολλά μεγάλα ρέματα που τον τροφοδοτούν (Καρυώτικο, Καλογερικό κ.α.), καθώς και ο Μόρνος, που υδρεύουν την Αθήνα. Τα πετρώματά του είναι κυρίως ασβεστολιθικά με μικρή παρουσία πυριτόλιθων και φλύσχη.

Κατά την αρχαιότητα, τα Βαρδούσια ήταν γνωστά ως «Μέγιστον Όρος». Σύμφωνα με τη μυθολογία, στα έγκατα του βουνού κατοικούσαν οι Λάμιες και οι Μούσες, οι οποίες άρπαζαν ανυποψίαστους θνητούς και τους τραβούσαν μαζί τους κάτω από τη γη. Οι αρχαίοι τα ονόμαζαν επίσης Κόραξ, ονομασία που επιβιώνει μέχρι σήμερα ειδικά στον τοπικό πληθυσμό, ο οποίος χρησιμοποιεί κυρίως την αρχαία ονομασία. Η ονομασία Βαρδούσια προέρχεται από τη σλαβική λέξη Βαρδούσι που σημαίνει βουνό.

Στα χαμηλά υψόμετρα γύρω από την τεχνητή λίμνη του Μόρνου επικρατεί η μεσογειακή βλάστηση με κύριο εκπρόσωπο το πουρνάρι, τα φυλίκια, τις κουμαριές και τα πλατάνια γύρω από τα ρέματα, ενώ ψηλότερα εμφανίζονται μικτά δάση δρυός, γάβρου, καστανιάς, οξυάς και άλλων ειδών. Από τα 1.000 μ. και πάνω ξεκινάει ένα μεγάλο ελατόδασος που αποτελείται κυρίως από κεφαλληνιακή ελάτη, ενώ τοπικά απαντά και η υβριδογενής ελάτη που ανέρχεται μέχρι τα 1.500-1.600 μ. Πάνω από το δάσος της κεφαλληνιακής ελάτης υπάρχουν εκτεταμένοι βοσκότοποι (στεπόμορφα λιβάδια) που διακόπτονται από μικρούς θάμνους.

Η χλωρίδα των Βαρδουσίων είναι φημισμένη για τα πολλά και σπάνια είδη της. Στις κορυφές τους φυτρώνουν τρία τοπικά ενδημικά είδη, η Achillea barbeyana, η Campanula columnaris και η Cephalaria glaberrima, αλλά και τουλάχιστον δέκα ενδημικά των βουνών της Ρούμελης και δεκάδες ενδημικά της Ελλάδας. Ωστόσο, απαντώνται και είδη που δεν είναι ενδημικά, αλλά πολύ σπάνια, όπως το Geum heterocarpum, η Pinguicula balcanica, το Omphalodes luciliae, η Viola poetica και το Lilium martagon. Στις αρχές της άνοιξης και με το λιώσιμο του χιονιού, τα αλπικά λιβάδια κατακλύζονται από τους εκθαμβωτικούς κρόκους του είδους Crocus veluchensis που καλύπτουν το τοπίο σαν ένα μπλε χαλί.

Από τη πλευρά της ορνιθοπανίδας στα Βαρδούσια ζούνε χρυσαετοί, φιδαετοί, γερακίνες, σφηκιάριδες, πετρίτες, μπούφοι και άλλα αρπακτικά ενώ πριν από λίγα χρόνια πάνω από τις κορφές του βουνού πετούσαν όρνια και ασπροπάριδες. Τα Βαρδούσια θεωρούνται ένα από τα τελευταία σημεία στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου ζούσε ο γυπαετός, αυτό το θαυμαστό αρπακτικό που ζει πλέον μόνο στην Κρήτη. Τα δάση της περιοχής είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τους δρυοκολάπτες ενώ η πετροπέρδικα που αφθονούσε στην περιοχή έχει περιοριστεί από το εντατικό κυνήγι.

Από τη μεριά των θηλαστικών στα Βαρδούσια ζούνε αγριογούρουνα, αλεπούδες, νυφίτσες, κουνάβια, ασβοί, σκίουροι κ.α. Παλιότερα στην περιοχή ζούσανε πολλά ζαρκάδια αλλά κυνηγήθηκαν τόσο που πλέον είναι εξαιρετικά σπάνια. Συχνά στις χαμηλότερες περιοχές του βουνού εμφανίζονται λύκοι, αλλά ο πρωταγωνιστής της πανίδας των Βαρδουσίων είναι το ακριβοθώρητο αγριόγιδο, που η παρουσία του εδώ δηλώνει την νοτιότερη ευρωπαϊκή κατανομή του είδους. Το περήφανο αυτό θηλαστικό, έχει πιεστεί αρκετά από το παράνομο κυνήγι και πλέον στο βουνό επιβιώνουν μόλις 10 άτομα με το μέλλον να φαντάζει μάλλον δυσοίωνο. Στο δίκτυο Natura το βουνό κατατάσσεται με τον κωδικό GR 2450001.

Λίμνη Μόρνου

Η Λίμνη του Μόρνου είναι τεχνητή λίμνη που κατασκευάστηκε με σκοπό να δημιουργηθεί ένας ακόμα ταμιευτήρας για να καλυφθούν οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες για την ύδρευση της Αθήνας. Δημιουργήθηκε το 1979 με κατασκευή φράγματος στον ποταμό Μόρνο. Η συνολική επιφάνεια της λίμνης, που αντιστοιχεί στη μέση στάθμη της, είναι περίπου 15,5 τ.χλμ. με αποτέλεσμα να είναι η ένατη μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη της Ελλάδας.

Η λίμνη βρίσκεται περίπου στο κέντρο του νομού Φωκίδας, καλύπτοντας με τα νερά της ένα λεκανοπέδιο δυτικά του Λιδωρικίου, που σχηματιζόταν ανάμεσα στα όρη Γκιώνα και Βαρδούσια. Συγκεντρώνει νερό όχι μόνο από τον Μόρνο αλλά και από παραποτάμους του, που εκβάλλουν πλέον κατευθείαν στη λίμνη. Ο σημαντικότερος από αυτούς είναι ο Κοκκινοπόταμος, που πηγάζει από τα Βαρδούσια. Η λίμνη του Μόρνου δέχεται νερό και από τη λίμνη του Εύηνου, μέσω μίας σήραγγας που κατασκευάστηκε για τον σκοπό αυτό.

Τα έργα για τη δημιουργία της λίμνης πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα 1972-1979 και η λίμνη άρχισε να χρησιμοποιείται από το 1981. Για τη δημιουργία της κατασκευάστηκε φράγμα ύψους 125 μέτρων το οποίο είναι το 7ο ψηλότερο φράγμα της Ελλάδας. Ο τύπος του φράγματος είναι χωμάτινο με αργιλικό πυρήνα και είναι συνολικού όγκου 17.000.000 Km3. Το μέγιστο πλάτος στη βάση του είναι 595 μ. ενώ το πλάτος στέψης είναι 10 μ. Το μήκος βάσης του είναι 250 μ. και το μήκος στέψης 815 μ. Με την ολοκλήρωσή της η λίμνη κάλυπτε έκταση μεγαλύτερη από 15 τ.χμ. Η επιφάνεια της στη στάθμη υπερχείλισης υπολογίζεται στα 19 τ.χλμ. Η στάθμη της λίμνης βρίσκεται σε υψόμετρο 446 μέτρων.

Για τη δημιουργία της λίμνης χρειάστηκε να εκκενωθεί το χωριό Κάλλιο το οποίο μεταφέρθηκε σε άλλη θέση πάνω από τις όχθες της λίμνης. Όταν η στάθμη της λίμνης κατεβαίνει, σε περιόδους ξηρασίας, αποκαλύπτονται τα σπίτια του παλιού οικισμού.

Η λίμνη του Μόρνου είναι ενταγμένη στο πρόγραμμα Natura 2000 με τον κωδικό GR2450003.
Το υδραγωγείο του Μόρνου που μεταφέρει το νερό της λίμνης στην Αττική, είναι ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης με συνολικό μήκος 188 χλμ. Διασχίζει τους νομούς Φωκίδας, Βοιωτίας και Αττικής. Στη διαδρομή αυτή έχουν κατασκευαστεί 15 σήραγγες συνολικού μήκους 71 χλμ. Το νερό από το κανάλι καταλήγει στις μονάδες επεξεργασίας νερού της ΕΥΔΑΠ, στη Μάνδρα, στις Αχαρνές και στο Γαλάτσι, ενώ μέρος του νερού τροφοδοτεί το υδραγωγείο Υλίκης- Λίμνης Μαραθώνα.

Τεχνικά χαρακτηριστικά Φράγματος Μόρνου.

Το φράγμα, ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης, αποτελείται από αδιαπέραστο αργιλικό πυρήνα, μεταβατικές ζώνες φίλτρων εκατέρωθεν του πυρήνα, σώματα στήριξης του πυρήνα ανάντη – κατάντη από αμμοχάλικο και προστατευτική λιθορριπή στην ανάντη πλευρά. Ο ανάντη πόδας του Φράγματος είναι διαμορφωμένος σε πρόφραγμα με στεγανό αργιλικό πυρήνα.

  • Τύπος Φράγματος: Χωμάτινο, με αργιλικό «πυρήνα»
  • Μέγιστο ύψος Φράγματος: 126 μ.
  • Μέγιστο ύψος Φράγματος (από στάθμη θεμελίωσης): 139 μ.
  • Μέγιστο πλάτος στη βάση: 595 μ.
  • Πλάτος στέψης: 10 μ.
  • Μήκος βάσης: 250 μ.
  • Μήκος στέψης: 815 μ.
  • Όγκος υλικού Φράγματος: 17 εκατ. μ3
  • Υψόμετρο στέψης: + 446,50 μ.υ.θ.
  • Ανώτερη στάθμη πλημμύρας: + 443,50 μ.υ.θ.
  • Κλίσεις πρανών: Ανάντη 1:2,4 – Κατάντη 1:2
  • Στάθμη υπερχειλιστή: + 435 μ.υ.θ.
  • Παροχή σηραγγοειδούς υπερχειλιστή: 1.300 μ3 /δευτ.
  • Παροχή σήραγγας εκκένωσης: 400 μ3 /δευτ.
  • Κατωτάτη στάθμη εκκένωσης: + 347,50 μ.υ.θ.

Χαρακτηριστικά Ταμιευτήρα Μόρνου:

  • Επιφάνεια στη στάθμη Υπερχείλισης: 19,9 τετραγωνικά χιλιόμετρα
  • Λεκάνη απορροής: 588 τετραγωνικά χιλιόμετρα
  • Μέσο υψόμετρο λεκάνης απορροής: +1.082 μ.υ.θ.
  • Μέση βροχόπτωση: 948 mm/έτος (τυπική απόκλιση 198 mm/έτος)
  • Μέση εισορή: 240 εκατ. μ3 /έτος
  • Μέση εκροή: 195 εκατ. μ3 /έτος
  • Μέγιστη χωρητικότητα: 764 εκατ. μ3
  • Μέγιστος ωφέλιμος όγκος: 630 εκατ. μ3
  • Μέγιστος ωφέλιμος όγκος με άντληση: 722 εκατ. μ3
  • Κανονική στάθμη λειτουργίας πύργου υδροληψίας: +394 μ.υ.θ.
  • Ελάχιστη στάθμη λειτουργίας Πύργου Υδροληψίας: + 378 μ.υ.θ.